Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

Μία ανάγνωση από τον Δημήτρη Γκιούλο



Δεν εισαι συγγραφεας εσυ, ταχυδακτυλουργος εισαι λεω απτη σελιδα 46, με πετας στο Αμστερνταμ κ μετα μ δειχνεις μια καρτ ποσταλ του δουβλινου για να γελασεις μαζι μου κ να μ πεις "κοιτα γυρω σου, στο χωριο σου εισαι" και μετα με σηκωνεις απο το κοινο,με υπνωτιζεις μιλωντας μου για αμεσοδημοκρατια και μετα με βαζεις στο κορμι μιας κοντης αδερφης η μιας καυλωμενης 36χρονης, χτυπας παλαμακια κ ξυπναω και το μονο που μενει ειναι μια γευση απο αιμα στο στομα (δικο μου, δικο της, δικο τους, δικο ΣΟΥ) κ ενας μεγαλος λεκες στο μποξερακι μου, το κοινο ξεσπαει κ γω δεν ειμαι παρα ενας κομπαρσος σε καποια απτις ιστοριες...


Τελειωσε η παρασταση λυθηκα στο κλαμα, σηκωσα το βλεμα κ ειχες φυγει. Μονο το αιμα μαρτυρουσε την υπαρξη σου, στο πατωμα της σκηνης, στο στομα μου. Εσκυψα να βαλω σε σειρα τις ψηφιδες, να λυσω το γριφο, να δω ποια εισαι, αλλα τα δακρυα τις ειχαν ξεβαψει και ετσι δε μπορεσα να δω..ενα κλαμα μωρου με ξαναφερε στην πραγματικοτητα, πολυ μακρινο ενδεχομενο εκει που καθομουν, αλλα χαμογελασα γιατι ξερω πως εχεις το νου σου, πως υπαρχουν παιδια που μεγαλωνουν με τον αιγαιοπελαγιτικο ουρανο στα ματια τους κ μ' ανταρτικα στα αυτια τους, σκεφτηκα πως κερδιζουμε γιατι λυσσανε να μας εξαφανισουν κ μεις επιζουμε, παλευουμε..Αφησα το βιβλιο που σιγουρα ειναι πιο αλμυρο απ οταν το πηρα στα χερια μου με μια αισθηση αντιστροφως αναλογη της θνητοτητας του χαρτιου του κ πηγα να κρυφτω στις δικες μ κυριακες π ειχαν παντα τη μελαγχολια τ τελους με κοινο το κλιπακι απ τα φτερα του ερωτα κ το πιραμιντ σονγκ των ρεηντοχεντ, εκει ειν' η φωλια μου..θενξ φορ δε σοου...

Σάββατο 15 Ιουνίου 2013

Αναφορά στο βιβλίο από τον Γιώργο Ρομπόλα στο Metropolis Press

Τα τελευταία χρόνια παρακολουθούμε μια γενιά νέων μπλόγκερ να χτίζουν μικρά παλάτια ποιότητας. Ευτυχώς, όπως σταδιακά αποδεικνύεται, όχι πάνω στην άμμο. Μία από αυτούς, δικαιωματικά και με ψευδώνυμο εμπνευσμένο από την ποίηση του Πάουλ Τσέλαν, είναι και η μπλόγκερ Niemands Rose.
Πολύ πρόσφατα εκδόθηκε το πρώτο της βιβλίο «Τα φώτα στο βάθος» (εκδ. Πόλις), μεταφέροντας τη γραφή της πέρα από τα ιστολογία και σε πιο παραδοσιακή μορφή. Μια συλλογή αφηγήσεων μικρού μήκους, με έδρα κάθε γωνιά της γης (από τη μακρινή Βραζιλία μέχρι τα καθ’ ημάς τοπία) και πυξίδα τα βιώματα της νέας γενιάς – μακριά από δανεικούς καημούς.

Βιογραφικά Στοιχεία

Διαβάστε περισσότερο από του «Κανενός το ρόδο» στο niemandsrose-niemandsrose.blogspot.gr.

Info:
Τα φώτα στο βάθος: Αφηγήσεις μικρού μήκους / Niemands Rose
1η έκδ. – Αθήνα: Απόπειρα, 2013 – 126 σελ.

"Τα φώτα στο βάθος" στο "ένα φου" του Radio Bubble

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

Βιβλιοκριτική στο Book Press

Του Φοίβου Παναγιωτίδη*
Η ζωγραφική της είναι γυναικεία χωρίς να είναι Weibchen Malerei, κανένα chiqué, απλότης αφάνταστη, ειλικρίνεια και μεγάλη ευαισθησία.
(επιστολή της Μάτσης Χατζηλαζάρου προς τον Ανδρέα Εμπειρίκο, 31.4.46)
Η προσέγγισή μου στη συλλογή αφηγήσεων μικρού μήκους Τα φώτα στο βάθος της Niemands Rose θα γίνει αποσπασματικά και, αναπόφευκτα, από τη σκοπιά ενός αναγνώστη. Θα οργανώσω τις σκέψεις μου γύρω από το είδος (genre) στο οποίο εντάσσεται το βιβλίο και γύρω από το ύφος της συγγραφέως και τη σχέση του με τη λεγόμενη γυναικεία γραφή.
Τι είναι «Tα φώτα στο βάθος»
Όπως ήδη έχει επισημανθεί, το βιβλίο δεν ανήκει σε καμία νεοελληνική λογοτεχνική παράδοση. Πράγματι, δεν πρόκειται για «συλλογή διηγημάτων». Πρώτα πρώτα, το βιβλίο διαθέτει εσωτερική ενότητα, αν και όχι προφανή: παρότι η ενότητα αυτή δε χτίζεται λ.χ. με βάση μία θεματική ή μία πλοκή ή ένα καστ χαρακτήρων, τα κείμενα που απαρτίζουν Τα φώτα στο βάθοςσυνθέτουν μια χαλαρή αφηγηματική δομή που αποτυπώνεται και σαν ενιαύσιος ή ημερήσιος κύκλος: ξεκινάμε με τα «Αληθινά χαράματα» για να βυθιστούμε στον πρεβελάκειο πάμφωτο και όλο «Χρώματα» θάνατο στο τέλος. Ενδιάμεσα προχωρούν οι εποχές, ενώ βρίσκονται γιορτές, διακοπές, το ταξίδι. Επίσης, ο τόνος στα «φώτα στο βάθος», παρά τις μεταμορφώσεις του ύφους από αφήγηση σε αφήγηση, παραμένει ενιαίος. Μάλιστα, μου είναι πολύ δύσκολο να αποδώσω (πολύ περισσότερο να περιγράψω) τη χροιά της αφηγηματικής φωνής της Niemands Rose χωρίς να γίνω και σχολαστικόςκαι υπερβολικά περιφραστικός.
Και βεβαίως, δεν έχουμε να κάνουμε με διηγήματα ή έστω με μικροδιηγήματα. Η συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται να ηθογραφήσει, ακόμα και όταν περιγράφει τον «άλλο», π.χ. τον κάτοικο της λεγόμενης «επαρχίας», ούτε να ψυχολογήσει, ακόμα και όταν βυθομετρά τους χαρακτήρες της, ούτε και να αλληγορήσει, ακόμα και όταν επιστρατεύει μεταφορές, εικόνες, λογοπαίγνια και σύμβολα. Απεναντίας, προσπαθεί να διερευνήσει τους χώρους (κενούς ή πλήρεις) μεταξύ εαυτού και άλλου, μεταξύ ανθρώπου και κοινωνίας και μεταξύ ανθρώπινης κοινωνίας και κόσμου. Έτσι καταλήγει στην ταύτιση ηθικού και πολιτικού αλλά και στην ταύτιση αλλοτρίωσης και τυραννίας, έτσι διερευνά τον ιλιγγιώδη κόσμο των ανθρώπινων: απόσταση την απόσταση. Η πλοκή κάθε κειμένου είναι λοιπόν όχι ακριβώς πρόσχημα αλλά πραγμάτωση, ενσάρκωση ίσως, αυτών των τριών χώρων: μεταξύ εαυτού και άλλου, μεταξύ ανθρώπου και κοινωνίας, μεταξύ κοινωνίας και κόσμου
Πάντως το βιβλίο δεν είναι σε καμία περίπτωση, όπως ήδη πρέπει να έγινε αντιληπτό, ανθολογία αναρτήσεων από το μπλογκ της συγγραφέως, για δύο κυρίως λόγους: αφενός, από τα κείμενα στα «φώτα στο βάθος» ελλείπει ο χαρακτήρας αντανακλαστικού που προσδίδουν η άμεση αυτοέκδοση καθώς και η προσήλωση στο καθέκαστο και εφήμερο που χαρακτήριζε τα αφηγηματικά ιστολόγια. Αφετέρου, από τα κείμενα του βιβλίου απουσιάζει ο στενά ημερολογιακός και ενδοσκοπικός χαρακτήρας των μπλογκ.
Μεταξύ εαυτού και άλλου
Αν θα έπρεπε να προτείνω ένα είδος, ένα genre, στο οποίο θα εντάσσαμε ‘Τα φώτα στο βάθος’, αυτό θα ήταναυτομυθογραφίες ή αυτομυθοπλασίες: σε όλα τα κείμενα που συνθέτουν το βιβλίο υπάρχει αυτοαναφορικό έναυσμα· όχι απαραίτητα αυτοβιογραφικό, αφού πολλές φορές αυτό ή αυτός που βρίσκεται απέναντι μάς αφορά πιο καίρια και πιο βαθιά από όσα βρίσκονται εντός μας. Το αυτοαναφορικό έναυσμα (το καθέκαστο, το προσωπικό, το εφήμερο) γίνεται αφορμή για να αρθρωθεί λόγος που θα φωτίσει, άλλοτε με στιγμιαία λάμψη και άλλοτε με ένα φως λοξότερο αλλά διαρκέστερο, τους χώρους που προανέφερα: μεταξύ εαυτού –και δη γυναίκας– και άλλου (ακόμα και όταν ο άλλος είναι ο ίδιος ο εαυτός)· μεταξύ ανθρώπου –και δη γυναίκας– και κοινωνίας· μεταξύ ανθρώπινης κοινωνίας και κόσμου. Η Niemands Rose δεν μιλάει για τον ίδιο τον εαυτό (της), δεν προσεγγίζει τον άλλο χωρίς ενσυναίσθηση, δεν αντιμετωπίζει την κοινωνία, τον κόσμο και τη ζωή απολιτικά ή σαν να αποτελούν αυτόνομα φαινόμενα και συστήματα που απλώς κείνται εκεί. Η Niemands Rose μιλάει κυρίως για το «τι ανάμεσό τους»: π.χ. για τον θάνατο ως φάρμακο που αλληλεπιδρά με αυτό της ομορφιάς («Κυνήγι»), για την υποκρισία ως απόσταση και όχι ως στάση («Το χαλίκι»), κ.ο.κ.
Τα κείμενα της Niemands Rose ανήκουν λοιπόν σε ένα είδος μεικτό αλλά νόμιμο: η αμεσότητα και η αυτοαναφορικότητα της ιστολογικής ανάρτησης συντίθεται με τις αφηγηματικές λύσεις και την αξίωση του διηγήματος να πάει κανείς παραπέρα από το περιστατικό. Τα κείμενα στα ‘φώτα στο βάθος’ περπατάνε πάνω στο στενό υπερυψωμένο πεζούλι μεταξύ προφορικότητας και κειμενικότητας, διακειμενικού παιχνιδιού και αμεσότητας παραμυθιού. Και αυτό το ιδιαίτερο είδος καλείται να μιλήσει όχι για τους ανθρώπους και για τα πράγματα, ίσως ούτε καν για τις σχέσεις και τις συνάφειες μεταξύ τους, παρά για τον χώρο ανάμεσά τους, χώρο στον οποίο αλληλεπιδρούν.
Γυναικεία γραφή;
panagiotidis_niemands-roseΗ Niemands Rose γράφει πυκνά αλλά χωρίς βάρος, δεν αποσιωπά παρά μόνον όπου είναι πραγματικά απαραίτητο. Ο τόνος της επαμφοτερίζει διαρκώς μεταξύ του παιγνιώδους ή του αποστασιοποιημένου από τη μια μεριά και του έντονου και μύχιου από την άλλη, συνήθως μέσα από την ανεπαίσθητη αλλαγή οπτικών γωνιών («Επικήδειος αντίλογος»). Πολλές φορές η συγκίνηση ανεβαίνει αναπόφευκτη και φαινομενικά απρόκλητη («Τα δώρα που σπάνε»), αφού η γραφή δεν είναι ούτε συναισθηματική, αλλά ούτε κι επιτηδευμένα χαμηλόφωνη. Ίσα ίσα, πολλές φορές η φωνή της αρθρώνεται δυνατά και καθαρά («Πλαστική σακούλα»), υψώνεται σχεδόν στεντόρεια. Αλλά χωρίς κορώνες, τσιρίδες και γατίσιους βοκαλισμούς. Γιατί η γραφή της δεν είναι γυναικεία – γι’ αυτό άλλωστε και επέλεξα να ξεκινήσω με το απόσπασμα της Χατζηλαζάρου για τη ζωγραφική της Ντόρα Μάαρ.
Η γυναικεία γραφή αφήνει συνήθως μια ταγκή επίγευση ποιητισμού και αισθαντισμού, ενώ διακρίνεται από ασώματη λαγνεία των συναισθημάτων, ακόμα και όταν πραγματεύεται τα άκρως αισθητά. Στη γυναικεία γραφή δεσπόζει η εξιδανίκευση του worry talk: του worry talk και ως περιεχομένου (θυμηθείτε τη Μαίρη Παναγιωταρά, μια εργαζόμενη μητέρα, μια καλή νοικοκυρά) και ως άκριτης απολιτικής εξομολόγησης που ανοίγει κύκλους ψυχολογισμών. Με δύο λόγια, η γυναικεία γραφή, όταν δεν είναι μανιέρα που πουλάει νανουρίζοντας, ενσωματώνει την πατριαρχία και τον σεξισμό με ιδανικό τρόπο: γυναίκες γράφουν όπως αναμένεται να γράψουν επειδή είναι γυναίκες.
Παρόλα αυτά, Τα φώτα στο βάθος δε θα μπορούσαν παρά να είναι γραμμένα από γυναίκα, αφού ενσωματώνουν τον αγώνα της γυναικείας ψυχής και του γυναικείου νου να σταθούν και να μιλήσουν. Τα κείμενα του βιβλίου, μέσα από την ίδια την πράξη της γραφής τους, ξορκίζουν αυτό που επισήμανα παραπάνω: τους τρόπους με τους οποίους η γυναίκα ωθείται και σύρεται να υιοθετήσει το πώς τη βλέπουν οι άλλοι (“To be a woman”, «Για τη γυναίκα, το γήρας, το γαμώτο», «Είναι τα φιλιά σου φυλακή»). Παράλληλα, το ύφος της Niemands Rose δεν το διακρίνει καμία κλάψα ή ποιητίζουσα στωική μελαγχολία και τίποτε από τα παραπάνω χαρακτηριστικά της «γυναικείας γραφής»: είναι ύφος ρωμαλέο, πυκνό, χωρίς αποσιωπητικά και χωρίς κατάχρηση του δεύτερου προσώπου, με εναλλαγές στον τόνο αλλά και στην εστίαση, με άνοιγμα προς τα έξω, προς το ουσιωδώς πολιτικό. Αν η γυναικεία γραφή πατάει πάνω στο καθέκαστο και στον εσωτερικό μονόλογο για να περιαυτολογήσει, τα κείμενα στα ‘φώτα στο βάθος’ ακολουθούν αντίστροφη πορεία: ξεκινούν από το ατομικό και το προσωπικό για να ανοιχτούν και για να ανοίξουν («Τα φώτα στο βάθος του ορίζοντα», «Αδιάκοπα»).
Εδώ ένα μικρό σχόλιο σχετικά με τη συμπύκνωση: κείμενα όπως τα «Χρώματα» και η «Λοταρία» είναι αντίστοιχα ποιητική σύνθεση και μυθιστόρημα σε δυο σελίδες το καθένα – θυμάται εδώ κανείς την Κεντούρια του Τζόρτζιο Μανγκανέλλι, που απαρτίζεται από «Εκατό Μικρά Μυθιστορήματα Ποταμούς».
Θα κλείσω με ένα μπράβο στις εκδόσεις Απόπειρα: η έκδοση είναι κομψή και προσεγμένη, παρά την πολύ χαμηλή τιμή του βιβλίου. Το καταλαβαίνει κανείς από την εκτύπωση, την ποιότητα του εξώφυλλου αλλά και από τη μυρωδιά του χαρτιού.
* Ο Φοίβος Παναγιωτίδης είναι αν. καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.

Σάββατο 8 Ιουνίου 2013

Παρουσίαση βιβλίου- Εφημερίδα "Πατρίς"


«Τα φώτα στο βάθος- αφηγήσεις μικρού μήκους» είναι ο τίτλος του πρώτου βιβλίου της γνωστής Κρητικιάς μπλόγκερ Niemands Rose, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Απόπειρα».
Η Niemands Rose γεννήθηκε στην Κρήτη. Σπούδασε Κοινωνικές Επιστήμες στην Αθήνα και στο Λονδίνο. Έχει συνεργαστεί με διάφορες εφημερίδες και περιοδικές εκδόσεις (την Ελευθεροτυπία, την “Αυγή” και τα “Ενθέματα”, το μπαχάρ κ.ά.), ενώ κείμενά της περιλαμβάνονται στο συλλογικό έργο Ανθολόγων Ιστολόγων (ψηφιακή έκδοση, 2012). Η συλλογή διηγημάτων “Τα φώτα στο βάθος” είναι το πρώτο της βιβλίο. Διατηρεί από το 2007 το μπλογκ “Του κανενός το ρόδο”.Το βιβλίοΚαλοκαίρι. Καθώς χαράζει στο Άμστερνταμ, ένα πτώμα ξεβράζεται στις όχθες του ποταμού. Ένας Βραζιλιάνος μετανάστης πέφτει νεκρός από τις σφαίρες της βρετανικής αστυνομίας. Η μέρα προχωράει. Καύσωνας και οχλαγωγία. Μια ομάδα ακτιβιστών εισβάλλει σε κάποια πλαζ επιβάλλοντας ενός λεπτού σιγή. Σουρουπώνει. Από τον ορό του γέροντα, που δεν περιμένει επισκεπτήριο, στάζει στάλα στάλα η μοναξιά. Τη νύχτα, στη νότια Κρήτη, μια μαμά με το μωρό στην αγκαλιά προσπαθεί να διακρίνει τα φώτα της Λιβύης στο βάθος του ορίζοντα. Χειμωνιάζει, ένα χαλίκι θα σφηνώσει στους αρμούς του παπουτσιού της και θα βρει τη θέση του ανάμεσα σε μια συλλογή από βότσαλα. Μία κυρία συλλαμβάνεται από τους σεκιουριτάδες ενός πολυκαταστήματος στο γιορτινό Δουβλίνο, καθώς κλέβει μια κασετίνα, ενώ ο υπερτυχερός ενός λαχείου κρεμάει την ταμπέλα hunger στο Στραντ τής μητρόπολης. Μια φανταστική πόλη μετατρέπει το χριστουγεννιάτικο κλίμα φιλανθρωπίας σε εξέγερση. Παρήλθαν αργίες μπελ επόκ. Ζωντανεύουν οι πολαρόιντ. Χορεύουν σε παραπήγματα στην εξοχή της Πρωτομαγιάς, στο χώμα το νωπό στην ύπαιθρο της Καθαρής Δευτέρας, με φόντο συρματοπλέγματα σ' ένα χωράφι της Ανάστασης, σε κάποια σαλοτραπεζαρία τής Πρώτοχρονιάς, σε χορό εργαζομένων της Αποκριάς. Η Ελπίδα, η μάνα του νάνου, χορεύει στην αυλή του χαμόσπιτου. Ξημερώνει Κυριακή γκραν γκινιόλ.


Πατρίς, 8/6/2013

Βιβλιοκριτική από τον Άρη Μαραγκόπουλο

O συγγραφέας, βιβλιοκριτικός, ιδρυτικό στέλεχος και διευθυντής λογοτεχνίας των εκδόσεων "Τόπος", Άρης Μαραγκόπουλος, γράφει για "Τα φώτα στο βάθος":

Το πρόσφατο βιβλίο της Niemands Rose, Tα φώτα στο βάθος, ευτυχώς δεν ανήκει σε καμία νεοελληνική λογοτεχνική παράδοση. Γεγονός ευχάριστο που διαπιστώνω τελευταία και σε άλλους νέους συγγραφείς. Η αφήγηση στο Tα φώτα στο βάθος δεν προσπαθεί να γράψει επιτηδευμένα, δεν προσπαθεί να πρωτοτυπήσει μορφικά, δεν προσπαθεί να κάνει κάτι περίτεχνο ώστε να αποδείξει τη ιδιοπρόσωπη φωνή της. Ή, αν το κάνει (επειδή κάποιες φορές το κάνει) αυτό γίνεται σχεδόν αθόρυβα. Όπως ένα παιδί που παίζει αμέριμνο στην αυλή.
Τα μικρά κείμενα του βιβλίου είναι πυκνά, σφιχτά, δεμένα. Άρτια από κάθε τεχνική άποψη. Δεν βρίσκω μια λέξη, μια παράγραφο, μια φράση που να είναι αδιάφορη, που να μην εισφέρει στο συνολικό σχέδιο κάθε αφηγήματος. Τα κείμενα αυτού του βιβλίου είναι αυτάρκη στη διάφανη λιτότητά τους, γεγονός που τα καθιστά αυτομάτως δυνατά ως φωνή, ως τέχνη του λόγου.
Κι επειδή ο λόγος της Niemands Rose έχει πράγματα να αφηγηθεί αυτή η δύναμη βγαίνει πολλαπλάσια μέσα από τις πρωτότυπες ιστορίες της. Πολλοί συγγραφείς περιγράφουν και νομίζουν ότι γράφουν. Αναπαράγουν κομμάτια της καθημερινότητας, το έχω πει πολλές φορές, ως ένα είδος ρεπορτάζ του Πραγματικού και πιστεύουν ότι έτσι εισφέρουν κάτι στην τέχνη του λόγου. Τουλάχιστον δυο γενιές αναγνωστών μετά τη μεταπολίτευση ανατράφηκαν μέσα από τέτοια (περι)γραφικά κείμενα που, ακόμα, περνιούνται ως λογοτεχνία.
Η Niemands Rose γράφει για το καθημερινό όχι για να το αναπαράγει μηρυκαστικά αλλά επειδή έχει χωνεμένη άποψη γι' αυτό, έχει επεξεργασμένη άποψη για τον κόσμο, έχει πολύ απλά, πολιτική συνείδηση με την ολοκληρωμένη (όχι με τη λαϊκιστική, με την πολιτικάντικη) έννοια του όρου. Κι αυτή η άποψη αναδεικνύεται αφενός με θαρραλέα δύναμη κι αφετέρου με λογοτεχνική κομψότητα στα κείμενά της.
Η Niemands Rose γράφει για το καθημερινό όπως ελάχιστοι σύγχρονοι συγγραφείς (ακόμα και με μεγαλύτερη εμπειρία στα γράμματα από την ίδια). Και όχι μόνον επειδή έχει πολιτική συνείδηση, αλλά επειδή έχει και τέχνη. Την τέχνη να αναδεικνύει στο καθημερινό τη μικροψυχολογία των ανθρώπων, το κρυφοσκιασμένο αίσθημα της στιγμής, την αχλύ ως ατμόσφαιρα της συγκυρίας.
Κι έχει ακόμα η Niemands Rose αυτό που διαπερνά από τη μια άκρη ως την άλλη όλα της τα κείμενα: πάθος και πόθο και αγωνία. Γι' αυτό και δεν γράφει μελοδραματικά, γι'αυτό και δεν γράφει δακρύβρεκτα (αυτό ίσως εξηγεί τον λόγο που κάποιες ιστορίες της φέρνουν δάκρυα στα μάτια…)· κρατά την απαραίτητη απόσταση, κρατά έναν μοναδικό σεβασμό απέναντι στα υποκείμενα του πόνου, του γήρατος, της παρακμής, της φτώχειας, της ήττας, της παραίτησης, της απόγνωσης. Κρατά τη στάση ενός γνήσιου ανθρωπιστή, ενός σύγχρονου ανθρωπιστή συγγραφέα που παίρνει πολύ σοβαρά τον πόνο και τη δυστυχία και που δεν περιγράφει αυτά τα πράγματα για να γοητεύσει επιφανειακά τον τεμπέλη αναγνώστη. Κι όλα αυτά συμβαίνουν, σ' αυτές τις φέτες ζωής που είναι τα κείμενά της, θα το ξαναπώ (της ταιριάζει, νομίζω): όπως ένα παιδί που παίζει στην αυλή.
Ολοκληρώνοντας τα κείμενα της Niemands Rose στο, Τα φώτα στο βάθος, ο αναγνώστης αισθάνεται μια δυνατή καρδιά που πάλλεται σαν τρελή στον ρυθμό του σύγχρονου κόσμου. (Ακούγεται ίσως υπερβολικό αυτό που έγραψα με την καρδιά αλλά δεν βρίσκω άλλο τρόπο να περιγράψω το δυνατό αίσθημα που μένει στο τέλος.) Επειδή ναι, υπάρχει ένας δυνατός παλμός σε αυτή τη φαινομενικά ήρεμη αφήγηση, ένα κύμα που σε παίρνει, αρκεί να θέλεις να αφεθείς, να δεις: τον εαυτό σου στον καθρέφτη, με τα φωτάκια της Λιβύης να λαμπυρίζουν στο βάθος.
Κάτι τελευταίο, για τις γυναίκες, τη γυναίκα γενικώς: ε, ναι, η αγαπημένη μου συγγραφέας Άλι Σμιθ, που τόσο έχει μελετήσει μυθοπλαστικά τον ρόλο των γυναικών, θα ζήλευε τις αναπαραστάσεις της γυναίκας που πλάθει η Niemands Rose. Ζήλεψα κι εγώ. Και μόνο για τον δραματικό, ώριμο τρόπο που διαχειρίζεται μυθοπλαστικά τη γυναίκα η Niemands Rose αξίζει να διαβάσετε αυτόν τον φροντισμένο τόμο (εκδ. Απόπειρα). Αλλά, βεβαίως, αξίζει και για όλους τους άλλους λόγους που εδώ προσπάθησα συνοπτικά να εξηγήσω.
Aris' Grandman Notes

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013

Συνέντευξη στη Μαριάννα Ρουμελιώτη για το enfo.gr

 Κάποιοι άνθρωποι ανάμεσα μας, γεμίζουν σελίδες με λέξεις, καταθέτουν τις εμπειρίες τους (φανταστικές ή μη) σε πόστς και με τον καιρό τα άβαταρ τους μας κρατάνε παρέα. Μικρές ιστορίες από τα οικογενειακά τραπέζια, τις γιορτές, τα καλοκαίρια και τους χειμώνες ή το νοσοκομείο. Και έτσι φτάνει το διαδίκτυο να γίνεται η βιβλιοθήκη με τους αγαπημένους σου συγγραφείς που ανανεώνεται συνέχεια.

Όταν λοιπόν μπορείς να κρατάς στα χέρια σου επιτέλους ένα βιβλίο από αυτούς τους γραφιάδες του ίντερνετ που σου κρατάνε παρέα είναι συγκινητικό. «Τα φώτα στο βάθος» είναι το πρώτο βιβλίο της Niemands Rose που σχεδόν έρχεται να δικαιώσει όλους εμάς που φωνάζουμε ότι οι μεγάλοι λογοτέχνες της εποχής βρίσκονται στο διαδίκτυο. Το να βλέπω το ιντερνετικό της ψευδώνυμο στο εξώφυλλο εμπεριέχει προσωπική χαρά γιατί ξέρω πως η Niemands Rose είναι κάποια από μας και ήρθε η στιγμή που θα μας διηγηθεί τις ιστορίες της μέσα από το χαρτί. Τη συνάντησα ηλεκτρονικά όπως εξάλλου επιβάλει η εποχή και τα είπαμε.

Πως διάλεξες τις ιστορίες για το «Τα φώτα στο βάθος»;

Οι εκδότες μου στην «Απόπειρα» με άφησαν ελεύθερη να διαμορφώσω τη συλλογή που αποτελεί το βιβλίο, θέτοντάς μου μόνο έναν εύλογο περιορισμό ως προς την έκταση. Διάλεξα λοιπόν τα πιο αγαπημένα μου κείμενα, εξαιρώντας οπωσδήποτε τα επικαιρικά και περιλαμβάντας εκείνα που προσιδιάζουν σε διηγήματα και τα παρέταξα με έναν τρόπο ώστε να υπάρχουν υπόρρητα θεματικές ενότητες.

Είσαι στο μετρό, ο άντρας απέναντι σου βγάζει από την τσάντα του ένα βιβλίο. Διαβάζει «Τα φώτα στο βάθος». Τι σκέφτεσαι;

Δεν μου έχει τύχει ακόμα ν’ αντικρύσω αυτό το θέαμα, αλλά όταν είδα μια τέτοια φωτογραφία στη σελίδα του ΤΙΔΑΜΕΛΕ («Τι διαβάζουν οι άνθρωποι στο μετρό και στο λεωφορείο; Ε;» ), στο Facebook, δε σκέφτηκα κάτι, συγκινήθηκα. Είναι πολύ διαφορετικό συναίσθημα από το να σε διαβάζουν στο μπλογκ.

Από το πρώτο σου post στο blog μέχρι το βιβλίο πόση απόσταση είναι;

Ξεκίνησα να μπλογκάρω την εποχή που τέλειωνα το διδακτορικό μου και περνούσα μια φάση αναγκαστικής κλεισούρας στο σπίτι και στο πανεπιστήμιο. Συμπτωματικά, κάποιους μήνες πριν, είχα πάρει τη γενναία απόφαση πως σταματάω να γράφω ποιήματα και στίχους. Και μου φαινόταν γενναία η απόφαση γιατί έγραφα από εννιά χρόνων παιδάκι. Κι έτσι, δοκίμασα να γράφω μικρές αυτοτελείς ιστορίες, ανάμεσα στα άλλα. Χρησιμοποιούσα το μπλόγκιν σαν γύμνασμα στην πεζογραφία. Καθώς ζούσα στο εξωτερικό τότε, δεν επεδίωκα ο,τιδήποτε άλλο, δικτύωση, γνωριμίες κ.λ.π. Μάλιστα αυτή η συνθήκη μου έδωσε το περιθώριο μιας παιδιάστικης αφέλειας περί ψευδωνυμίας και ελευθερίας έκφρασης, αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα.

Πολύ σύντομα ο Άρης Μαραγκόπουλος, μου έγραψε ένα μέιλ όπου μου μίλησε για τις λογοτεχνικές αρετές που είχε διακρίνει στη γραφή μου. Αυτό ομολογώ πως με ενθάρρυνε σημαντικά γιατί δεν είναι λίγο πράγμα να εξαίρει τα πονήματά σου ένας τόσο σημαντικός συγγραφέας, τη στιγμή μάλιστα που καθόλου δε γνωρίζεστε. Έπειτα, ακολούθησαν και άλλα αξιωμένα βλέμματα και άνθρωποι από τον εκδοτικό χώρο ή συγγραφείς που με παρακίνησαν να δοικιμαστώ στο χάρτι.

Θα μου πεις, τα σχόλια των άλλων μπλογκάδων δεν είχαν αξία; Και ναι και όχι. Ας πούμε πως δεν έχει καμία αξία το σχόλιο που γίνεται στα πλαίσια μιας υποκριτικής ευγένειας, που μετέτρεπε τον χώρο του σχολιασμού σε πεδίο φιλοφρονήσεων. Ούτε έδωσα ποτέ ιδιαίτερη σημασία σε ad hominem κακοήθειες όσων διέκριναν στα γραπτά μου κάποια πολιτική αντίπαλο. Όλα τα άλλα μέτρησαν και με το παραπάνω.

Το διαδίκτυο σου προσφέρει χιλιάδες αναγνώστες, τι έρχεται να κάνει το βιβλίο;

Διαβάζοντας εκπληκτικές αφηγήσεις στην οθόνη του υπολογιστή, πάντα ένιωθα πως στερούμαι κάτι από την απόλαυση, σε μια ανάγνωση ασθματική, αποσπασματική, πρόχειρη, αγοραία, στριμωγμένη σε πίξελ και σε ανοιχτά tabs, που ψάχνει να πάρει ανάσα σε ένα βομβαρδισμό πληροφορίας. Διάβαζα αλλά ποτέ ανάσκελα στα παγκάκια και στο γρασίδι των πάρκων, ποτέ με την πλάτη στο βότσαλο, ποτέ χουχουλιασμένη σε κάποιον καναπέ με το βιβλίο αγκαλιά. Και ενώ αποδεδειγμένα δεν έχω τεχνοφοβικές αναστολές, μπορώ να πω ότι το βιβλίο –είτε πρόκειται για ebook, είτε για χαρτί- προσφέρει άλλου τύπου ανάγνωση. Ακόμη, η έκδοση ενός βιβλίου λειτουργεί και ως αυτοδέσμευση, αν κάποιος αποφασίσει να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Κι εγώ κάτι έχω στα σκαριά.

Αν σου έλεγαν ότι για ένα χρόνο απαγορεύεται να γράψεις, αυτό που θα έκανες θα ήταν….

«Όσες κι αν στήσουν φυλακές, κι αν ο κλοιός στενεύει, ο νους μας είναι αληταριό που όλο θα δραπετεύει». Αυτό που περιγράφεις ως ενδεχόμενο είναι ταυτόχρονα ζοφερό αλλά διορατικό. Μου θύμισες σκηνές από τους πολιτικούς κρατούμενους στα βιβλία π.χ. του Χρόνη Μίσσιου και της Διδώς Σωτηρίου, ή στο ντοκιμαντέρ της Αλίντας Δημητρίου «Τα κορίτσια της βροχής» όπου έβλεπες πως επινοούσαν απίθανους τρόπους για να επικοινωνούν μεταξύ τους, για να εκφράζονται. Όπως και στη «Σκακιστική νουβέλλα» του Τσβάιχ, όπου ο ήρωας φτιάχνει πιόνια από ψίχα ψωμιού για να παίξει σκάκι με τον εαυτό του, θα έβρισκα, κάποιον τρόπο.

Πώς και πού γράφεις συνήθως;

Γράφω από παιδάκι, όπως σου έλεγα, αριθμώ και δεκατέσσερις μετακομίσεις στη ζωή μου, άρα για μένα δεν υφίσταται –δυστυχώς ή ευτυχώς- κανένα «συνήθως». Αλλά ανεξαρτήτως πού, το «πώς», που πολύ σωστά ρωτάς, είναι ενιαίο και αδιαίρετο στον χώρο και τον χρόνο: γράφω για τη δική μου ηδονή. Δεν κάνεις έρωτα για τους άλλους, για τον εαυτό σου το κάνεις. And it takes two to tango και στο γράψιμο, το ζευγάρι είναι ο εαυτός μας σε μια διαλεκτική σχέση με τον κόσμο.

Γιατί μένεις στην Ελλάδα;

Η απόφασή μας να επιστρέψουμε στην Ελλάδα, από το Λονδίνο όπου ζούσαμε, πάρθηκε μάλλον εν θερμώ –που δε νομίζω, με την ευκαιρία , πως είναι λάθος τρόπος να παίρνεις αποφάσεις. Κι η αφορμή ήταν πως στα τόσα χρόνια στο Λονδίνο, που είναι γνωστό πως έχει μεγάλα ποσοστά εγκληματικότητας, πρώτη φορά νιώσαμε να απειλείται η ζωή μας και του παιδιού μας από έναν σκίνχεντ νεοναζί που έτυχε να κατοικεί στο ισόγειο. Επιστρέψαμε λοιπόν το 2009, λίγο πριν σκάσει η κρίση στα κεφάλια μας, και σίγουρα όταν ακόμα η Χρυσή Αυγή φαινόταν στους πολλούς μια περιθωριακή και γραφική οργάνωση. Τώρα, όσο περνάει ο καιρός βιώνω μια αντίφαση: ενώ νιώθω να ασφυκτιώ σ’ αυτόν τον τόπο, συγχρόνως δε θέλω να το βάλω στα πόδια πια, δε θέλω να τους κάνουμε τη χάρη.

Κρήτη Λονδίνο ή Αθήνα;

Για την Κρήτη θα ήθελα να σου παραθέσω κάτι που είχα γράψει στο μπλογκ σε μία από τις πολύ σπάνιες φορές που μιλάω γι’ αυτήν: «Έτσι είναι φαίνεται κάποιοι μεγάλοι έρωτες. Να μη μπορείς να τους αντέξεις. Να μη μπορείς να σταθείς πλάι τους. Γιατί, όσο με συγκλονίζει η γεωγραφία της και ο πολιτισμός της, το κορμί και η ψυχή της δηλαδή, τόσο μόλις άνοιξα τα φτερά μου φεύγω και ξαναφεύγω μακριά της. Κι όταν μου δίνεται η ευκαιρία να γυρίσω, πάλι φεύγω.» Και νομίζω αυτό απαντάει και τα άλλα δύο. Το Λονδίνο κατάλαβα πως μου λείπει αφόρητα όταν είδα μια ταινία πρόσφατα όπου σε μία από τις ελάχιστες σκηνές από αυτή την πόλη, στη Ράσελ Σκουέαρ, και δάκρυσα. Η Αθήνα είναι ο μόνος τόπος που έχω ζήσει και δεν χάνω τον προσανατολισμό μου...

Θα έφευγες από δω αν….

Επικρατήσουν οι ναζί. Είναι ο εφιάλτης μου, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Θα ήθελες «Τα φώτα στο βάθος» να….

γίνει δώρο σε πρόσωπα αγαπημένα, να ταξιδέψει σε πλοία που φεύγουν για τα νησιά, να γδαρθεί σε βράχια, να τρυπώσουν ανάμεσα στις σελίδες του κόκκοι άμμου, να νοτιστεί από την αρμύρα, να γίνει σκίαστρο στο πρόσωπο του κορμιού που απολαμβάνει τον ήλιο και να το κλείσει ένα μεγάλο βότσαλο για να μην πάρει ο αέρας τις λέξεις του...Να γίνει αφορμή να δούμε παρέα τα φώτα στο βάθος του ορίζοντα.

Είδες ποτέ τα φώτα της Λιβύης;

Με τα μάτια της ενσυναίσθησης τα είδα, όταν μεγάλωσα, και με τα μάτια της φαντασίας, παιδί. Τα είδα;

Εγώ πιστεύω ότι τα είδε. Νομίζω τα είδα και εγώ παρέα της.

enfo.gr

Βιβλιοκριτική στο Bookstand από τον Χρήστο Νάτση


Σε πρόσφατο κείμενο του με τον τίτλο «Επιθυμία», στον διαδικτυακό τόπο bibliotheque, ο Άρης Μαραγκόπουλος μιλά για την απώλεια της Επιθυμίας, ως ένα από τα μείζονα γνωρίσματα της μέηνστρημ λογοτεχνίας. Προσκρούοντας στον βράχο της αληθοφάνειας, η μέηνστρημ λογοτεχνία συνιστά μια αφήγηση υπό μορφήν κακότεχνου ρεπορτάζ, μια υποτίθεται άμεση αναπαράσταση της πραγματικότητας, η οποία εντούτοις, στεγνή από αναστοχασμό, από την τοποθέτηση δηλαδή του άμεσου στο γενικό που το διαμεσολαβεί, συνιστά μια ιδεολογία αφυδάτωσης. Ο Μαραγκόπουλος κλείνει το κείμενό του καταφεύγοντας στον Φρέντρικ Τζέημσον και  στο αίτημά του για έναν μετα-ρεαλισμό «ο οποίος, αφενός θα υπερβαίνει τις διαπιστωμένες αντιφάσεις του μοντερνισμού  και αφετέρου θα αποκολλάται από τις γερασμένες συμβάσεις του παρεμβατικού ρεαλισμού».
Παρόμοιας υφής είναι το πρόσφατα διατυπωμένο αίτημα για έναν metamodernism (βλ. π.χ. Martin Paul Ene, «Thomas Pynchon, David Foster Wallace and the Problems of ‘Metamodernism’: Post-millennial Post-postmodernism?», C21 Literature (1), 2012, σ. 7-25). Για μια επιστροφή στις αξιακές μέριμνες του μοντερνισμού, χωρίς ωστόσο να παρακάμπτονται τα μορφικά επιτεύγματα του μεταμοντερνισμού. Πρόκειται, εν ολίγοις, για το αίτημα ενός μεταμοντερνισμού που θα έχει υπερβεί τον μηδενιστικό σχετικισμό, την κυνική ειρωνεία, προς την κατεύθυνση μιας ενσυναίσθησης. Ένα νέο αίτημα για την αναζήτηση ενός τύπου ολότητας, χρησιμοποιώντας τα υλικά ενός κατακερματισμένου κόσμου.
Σ’ αυτό το εγχείρημα μιας λογοτεχνίας μετα-ρεαλιστικής ή «μετασύγχρονης», τοποθετείται θαρρώ το Τα φώτα στο βάθος της Niemands Rose. Ας δούμε, για παράδειγμα, την αφήγηση «Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία» (σ. 54-56). Έχουμε όλα τα χαρακτηριστικά μιας κλασικής ηθογραφίας. Μια φτωχογειτονιά, μια χήρα, αλκοολική και μερακλού, έναν γιο που έχει κόλλημα με το μηχανάκι του και θρηνεί τον φίλο του που σκοτώθηκε σε ατύχημα, έναν πειρατικό ραδιοφωνικό σταθμό, λαϊκή μουσική. Η εξέλιξη είναι στο πλαίσιο του προβλεπτού: ο γιος σκοτώνεται και αυτός σε τροχαίο και η έρμη μάνα μένει μόνη να θρηνεί, χορεύοντας ζεϊμπέκικα. Το όνομά της Ελπίδα. Και είναι εδώ, στην ειρωνική συσχέτιση του κυρίου ονόματος με τον τίτλο που ανατρέπεται η μελό ηθογραφία· όχι για να γίνει αντικείμενο αφ’ υψηλού παρατήρησης, αλλά για να καταδειχθεί το ψεύδος της αμεσότητας. Η δέσμευση της γραφής της Ρὀζε είναι έτσι βαθιά διαλεκτική: υπονομεύει τη στάση της συγκίνησης με σκληρό τρόπο για να επανακτήσει μια θέση λελογισμένης ενσυναίσθησης, με αποτέλεσμα η γραφή να μη διολισθαίνει στη συγκίνηση.
Η εκμετάλλευση της γλωσσικής διαφοράς, μέσω του λογοπαιγνίου, καθώς και η ένταση που δημιουργεί η σχέση τίτλου και περιεχομένου είναι θα λέγαμε θεματική στο εγχείρημα της Niemands. Στο «Και επί γης Irene» (σ. 16-18), αφήγηση στην οποία τα αντιθετικά δίπολα δουλεύουν πολλαπλώς (παραδοσιακό εορταστικό κλίμα-διαδικτυακή αχρονικότητα, ευμάρεια του άυλου-υλική σπάνη) προστίθεται και η διαγλωσσία: η ξενικότητα του ονόματος, το γεγονός της τοποθέτησης της αφήγησης στην Ιρλανδία -η οποία ωστόσο μοιάζει τόσο ίδια- καθιστά την αποσταθεροποίηση της εφησυχασμένης ανάγνωσης ακόμη πιο ισχυρή· στο «Ατσιού» (σ.76) το λογοπαίγνιο λειτουργεί για να προβληματοποιήσει τη θεσμοποίηση της ψυχαναλυτικής πρακτικής: ο φτερνιζόμενος εξ αιτίας του αρώματος της ασθενούς του αναλυτής, γίνεται ο ίδιος αναλυόμενος για να παραδεχθεί, όσο περιμένει τα ρέστα του -αφού θα πληρώσει κιόλας-, πως εκείνη είναι που με την ερμηνεία της «έδωσε ρέστα».
To ίδιο συμβαίνει και με τις λυρικές εξάρσεις. Στο «“Να έρθεις τυχαία στο 8ωρο να σταματήσουν να πονάνε τα πόδια μου”» (σ. 87-88) η λυρική πρόσληψη της αθλιότητας των εργασιακών συνθηκών απολήγει στο στοχαστικό συμπέρασμα: «Κι αλληλεγγύη μόνο σ’ αυτούς που μας βλέπουν από το ίδιο ύψος». Η Niemands μοιάζει να λειτουργεί σαν κοινωνικός επιστήμονας σε επιτόπια έρευνα: εισέρχεται σε βάθος στην καθημερινότητα των ηρώων της, τους ακολουθεί στην συναισθηματική τους διακύμανση, αλλά την κρίσιμη στιγμή θα εξέλθει του πεδίου, θεωρητικοποιώντας. Η έγνοια που κινεί την αφήγηση θα γίνει έννοια, η ενσυναίσθηση θα γίνει συνειδητοποίηση (με τη «σκληρή», ειδική μαρξική σημασία της):
Φύλο και σεξουαλικότητα (π.χ. «Απαξίωση», σ. 70-71,· «Κόκκινο τριαντάφυλλο», σ. 77-78· «Για τη γυναίκα, το γήρας, το γαμώτο», σ. 79-80), πολιτική (π.χ. «Πλαστική σακούλα» (σ. 60-63), βιοεξουσία και επιστήμη (π.χ. «Αυτός, αυτή, αυτισμός», σ. 66-69· «Τα δώρα που σπάνε», σ. 72-75) συνθέτουν ένα κολάζ μιας στρατευμένης λογοτεχνίας που δεν κάνει εντούτοις καμία παραχώρηση στη μορφή της, παραμένει δηλαδή λογοτεχνία και δεν γίνεται μανιφέστο· μια λογοτεχνία, εντέλει, «εγνοιακή».